ἐπίρραμμα

ἐπίρραμμα
ἐπίρραμμα
that which is sewn on
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίρραμμα — το (Α ἐπίρραμμα) [επιρράπτω] αυτό που προστίθεται σε κάτι με ραφή, το μπάλωμα νεοελλ. ναυτ. λωρίδα υφάσματος που ράβεται πάνω στα πανιά πλοίου, κατά την κατασκευή τους, για να ενισχύσει ορισμένα σημεία τους …   Dictionary of Greek

  • σκάφος — Σύνολο εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων, που επιτρέπουν σ’ ένα πλοίο να πλέει και να αντέχει στις πιέσεις στις οποίες υπόκειται κατά τις διάφορες συνθήκες χρήσης. Σ’ ένα μεταλλικό πλοίο, το στεγανό περίβλημα (επίρραμμα), που αποτελεί το… …   Dictionary of Greek

  • επίρριμμα — ἐπίρριμμα, τὸ (Α) [επιρρίπτω] 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι για να τό καλύψει 2. κατάπλασμα 3. το εξωτερικό ένδυμα δούλου (αμφίβολη ερμην. διαφορετική γραφή: ἐπίρραμμα*) …   Dictionary of Greek

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”